ηθολογία — η 1. ομιλία για το ήθος, το χαρακτήρα. 2. επιστήμη που ερευνά τους νόμους που καθορίζουν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα, των ηθών και των ηθικών αντιλήψεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
Hypothypose — Hypotypose Lawrence Alma Tadema, La mort d Hippolyte, 1860. L hypotypose (ὑποτύπωσις[note 1]) (prononcé : [i po ti pô z ]) est … Wikipédia en Français
Hypotypose — Lawrence Alma Tadema, La mort d Hippolyte, 1860. L hypotypose [ … Wikipédia en Français
Éthopée — L éthopée (grec ancien ἠθολογία, « de ethos », soit « coutume, mœurs ») est une figure de style qui consiste à peindre des personnages ou des assemblées de personnages en peignant aussi leurs mœurs et leurs passions. Moins… … Wikipédia en Français
Dimosthenis Kourtovik — Δημοσθένης Κούρτοβικ Born 1948 Athens, Greece … Wikipedia
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
ηθολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθολογία ή στον ηθολόγο. επίρρ... ηθολογικώς και ηθολογικά με τρόπο ηθολογικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Νικηφόρο Θεοτόκη] … Dictionary of Greek
ηθολογώ — (Α ἠθολογῶ, έω) [ηθολόγος] νεοελλ. ασχολούμαι, καταγίνομαι με την ηθολογία αρχ. περιγράφω, μιμούμαι τα ήθη και τον χαρακτήρα κάποιου, είμαι ηθολόγος («κωμῳδία τις ἐστιν ἠθολογουμένη» είναι μια ηθογραφική κωμωδία, Λογγίν.) … Dictionary of Greek